ποικιλόφωνος

ποικιλόφωνος
–η, -ο / ποικιλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους
μσν.-αρχ.
μτφ. ποικιλόμυθος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ- φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόφωνος — with varied tones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόφωνον — ποικιλόφωνος with varied tones masc/fem acc sg ποικιλόφωνος with varied tones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλοφώνου — ποικιλόφωνος with varied tones masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιολόφωνος — αἰολόφωνος, ον (Α) ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους τού τραγουδιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + φωνος < φωνή] …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοφωνία — η, Ν [ποικιλόφωνος] (ιδίως σχετικά με τραγούδι) η κάμψη και το λύγισμα τής φωνής σε ποικίλους μουσικούς τόνους …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόπτερος — η, ο / ποικιλόπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, παρδαλά φτερά αρχ. μτφ. ο ποικιλόφωνος («ποικιλόπτερον μέλος», Πρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφωνος — η, ο / πολύφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους νεοελλ. μουσ. σχετικός με την πολυφωνία αρχ. 1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος 2. αυτός που μιλάει… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • πολύφωνος — η, ο αυτός που βγάζει πολλές φωνές, ο ποικιλόφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”